- ντράκαρ
- (drakkar). Ονομασία μεγάλων κωπηλάτων ή ιστιοφόρων σκαφών, που χρησιμοποιούσαν οι Βίκινγκς μεταξύ του 8ου και του 10ου αι. μ.Χ. Η λέξη ν. είναι σουηδικής προέλευσης. Μερικά σκάφη του τύπου αυτού, που βρέθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση στη Σκανδιναβία, επέτρεψαν να γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες της δομής τους και να διαπιστωθεί πόσο είχαν προοδεύσει οι σκανδιναβικοί λαοί στη ναυτική τέχνη. Μερικά από τα σκάφη αυτά, που ανακαλύφθηκαν εδώ και λίγες δεκαετίες, χρησίμευαν για την ταφή των σπουδαίων αρχηγών των Βίκινγκς.
Τα ν. είχαν μήκος περίπου 30 μ. και πολύ λεπτά σχήματα, με πλώρη και πρύμη ίσες μεταξύ τους και κυρτές προς τα πάνω, χωρίς κατάστρωμα· στο κεντρικό τμήμα οι κουπαστές τους ήταν χαμηλές. Για την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση του ανέμου (γενικά κινούνταν με κουπιά) τα ν. είχαν ένα μεγάλο τετράγωνο πανί σ’ ένα κατάρτι, περίπου στη μέση του σκάφους.
Το πλήρωμα, περίπου σαράντα άντρες, αποτελούνταν κατά μεγάλο μέρος από κωπηλάτες. Η ονομασία ν. προέρχεται από έναν δράκοντα που στόλιζε την πλώρη των σκαφών αυτών· παρόμοια πλοία, που είχαν μήκος μόνο καμιά εικοσαριά μέτρα, ονομάζονταν ανάλογα σνέκαρ (snekar) από το λαξευμένο φίδι στην πλώρη τους.
Το ντράκαρ ήταν το κατ’ εξοχήν πλοίο των Βίκινγκς, κωπήλατο, με πλήρωμα 40 ανθρώπων. Εδώ, ένα αρχαίο δείγμα (Όσλο, Μουσείο των Βίκινγκς).
Dictionary of Greek. 2013.